- ποτάντης
- -ες, Α(δωρ. τ.) βλ. προσάντης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσάντης — όσαντες, ΝΑ, και δωρ. τ. ποτάντης, όταντες, Α 1. ανηφορικός, ανωφερής και, κυρίως, απόκρημνος («πόλις... πάνυ μακρὰν ἔχουσα καὶ προσάντη πανταχόθεν ἀνάβασιν», Πολ.) 2. μτφ. δύσκολος, δυσχερής αρχ. 1. ενοχλητικός, δυσάρεστος ή ανιαρός («ἐπεί τε… … Dictionary of Greek